ἀποβρέχω

ἀποβρέχω
ἀπο-βρέχω,
A steep well, soak, Thphr.CP2.5.5, IG4.955.9 (Epid.): metaph.,

τὴν γλῶσσαν εἰς νοῦν ἀ. Zeno Stoic.1.67

, cf. Suid. s.v. Ἀριστοτέλης:—[voice] Pass., [tense] aor. part.

-βρεχθείς Thphr.HP

5.9.5;

-βραχείς Dsc.1.110

: metaph.,

ὡς τὰ ἄχη τῆς ψυχῆς ἀποβρέχοιτο Philostr.VA7.22

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποβρέχω — (AM ἀποβρέχω) διαβρέχω, μουσκεύω νεοελλ. απρόσ. παύει να βρέχει …   Dictionary of Greek

  • ἀποβρέχω — ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres subj act 1st sg ἀπό βρέχω Acut. (Sp.) pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • προαποβρέχω — ΜΑ μαλακώνω κάτι προηγουμένως με ύγρανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποβρέχω «μουσκεύω, μουλιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • συναποβρέχω — Α [ἀποβρέχω] διαβρέχω κάτι συγχρόνως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”